- παραγώγιον
- τὸ, ΜΑμσν.πηγή ή πηγάδιαρχ.λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγώγιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγώγιον — toll levied on ships visiting a port neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγιάζω — Α [παραγώγιον] απαιτώ ή εισπράττω λιμενικό φόρο από τα πλοία που διέρχονται από λιμάνι μου («ἀποστῆναι τοῡ παραγωγιάζειν τοὺς πλέοντας εἰς τὸν Πόντον», Πολ.) … Dictionary of Greek